- προτεραίος
- -α, -ο / προτεραῑος, -αία, -ον, ΝΑ1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη ημέρα, στην παραμονή («τῇ προτεραίᾳ ἡμέρα τῆς μάχης», Θουκ.)2. (το θηλ. ως oυσ.) ἡ προτεραίαη προηγούμενη μέρα, η παραμονή («τῇ προτεραίᾳ τῆς θυσίας», Ανδοκ.)αρχ.(σχετικά με μια κατάσταση) ο προηγούμενος ή περασμένος («ἡ τῶν γονέων προτεραία ὄψις»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρότερος + κατάλ. -αιος* (πρβλ. ὑστερ-αῖος)].
Dictionary of Greek. 2013.